- ἀδοξία
- бесславие, позор
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
ἀδοξία — ἀδοξίᾱ , ἀδοξία ill repute fem nom/voc/acc dual ἀδοξίᾱ , ἀδοξία ill repute fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδοξία — ἀδοξία, η (Α) [ἄδοξος] έλλειψη δόξας, κακή φήμη, αφάνεια, ασημότητα … Dictionary of Greek
ἀδοξίᾳ — ἀδοξίαι , ἀδοξία ill repute fem nom/voc pl ἀδοξίᾱͅ , ἀδοξία ill repute fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδοξίας — ἀδοξίᾱς , ἀδοξία ill repute fem acc pl ἀδοξίᾱς , ἀδοξία ill repute fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδοξίαι — ἀδοξία ill repute fem nom/voc pl ἀδοξίᾱͅ , ἀδοξία ill repute fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδοξίαν — ἀδοξίᾱν , ἀδοξία ill repute fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδοξιῶν — ἀδοξία ill repute fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδοξίαις — ἀδοξία ill repute fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδοξίην — ἀδοξία ill repute fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδοξίης — ἀδοξία ill repute fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδοξίῃ — ἀδοξία ill repute fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)